ωτοπάροχος

ωτοπάροχος
-ον, ΜΑ
αυτός που παρέχει τα αφτιά, που δίνει την ακοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + -πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ὁπλο-πάροχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”